δημητριακά ή σιτηρά

δημητριακά ή σιτηρά
Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ζυμαρικών και ψωμιού. Η ονομασία δ. προέρχεται από τη Δήμητρα, αρχαία θεά της γεωργίας. Μεγάλες εκτάσεις της Γης καλλιεργούνται με δ. (ζώνες φυτών μεγάλης καλλιέργειας), όπως οι πεδιάδες της Ουκρανίας, των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Αφρικής κλπ. Τα δ. διαιρούνται σε φθινοπωρινά και ανοιξιάτικα. Στα πρώτα ανήκει το σιτάρι (όλα τα είδη και οι ποικιλίες του γένους τρίτικο), η βρίζα ή σίκαλη (σίκαλις η σιτηρά), το κριθάρι (όλα τα είδη και οι ποικιλίες του γένους όρδεο) και η βρόμη (αβένα ηήμερος). Στα ανοιξιάτικα συγκαταλέγονται ο αραβόσιτος (ζέα η μαΐς), το κεχρί (πανικό το μιλιόμορφο), το σόργο (όλα τα είδη και ποικιλίες του γένους σόργο) και το ρύζι (όρυζα η εδώδιμος). Τα δ. αποτελούν μία από τις πιο σημαντικές καλλιέργειες από διατροφική και οικονομική άποψη. Τα δ. που δίνουν σπόρους ακατάλληλους για αλευροποίηση, εκτός από ειδικές περιπτώσεις διαιτητικής, είναι η όρυζα (διατροφή των ανθρώπων), η βρόμη, το κεχρί και το σόργο (διατροφή των ζώων), ενώ τα δ. που δίνουν σπόρους κατάλληλους για την παραγωγή αλευριού είναι το σιτάρι, ο αραβόσιτος και η σίκαλη. Το κριθάρι χρησιμοποιείται σε διάφορες βιομηχανίες τροφίμων και κυρίως στην παρασκευή μπίρας. Γενικά τα δ. χρησιμεύουν επίσης για την παρασκευή ζωοτροφών, οινοπνεύματος, αμύλου, οινοπνευματωδών ποτών (βότκα κλπ.), καθώς και για παραγωγή άχυρου. Σύμφωνα με την άποψη πολλών μελετητών, στα δ. θα πρέπει να υπολογίζονται και άλλα φυτά που τα προϊόντα τους μοιάζουν με τα δ., αλλά δεν ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστωδών, όπως το πολύγονο (πολύγονον το φαγόπυρον ή φαγόπυρο το εδώδιμο, της οικογένειας των πολυγονιδών). Οι σπόροι των φυτών αυτών χρησιμοποιούνται ως τροφή πουλιών ή για την παραγωγή αλευριού. Ορισμένα δημητριακά, όπως ο αραβόσιτος, έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη διατροφή του ανθρώπου. Το σιτάρι αποτελεί το κατεξοχήν δημητριακό για την παρασκευή ψωμιού. Η βρόμη είναι κτηνοτροφικό φυτό, καθώς ανήκει στα δημητριακά που δίνουν σπόρους ακατάλληλους για αλευροποίηση. Τα δημητριακά διαιρούνται σε φθινοπωρινά και ανοιξιάτικα. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκει μεταξύ άλλων και το ρύζι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δημητριακά — τα (Α δημητριακός, ή, όν) [Δημήτηρ] νεοελλ. φυτά τής οικογένειας τών Αγρωστωδών και άλλων οικογενειών, ετήσια ή διετή τών οποίων οι σπόροι αποτελούν, συνήθως αλεσμένοι, βασικό είδος διατροφής τού ανθρώπου και πολλών ζώων, σιτηρά (στάρι, κριθάρι,… …   Dictionary of Greek

  • σιτηρά — τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • σιτηρός — ά, ό / σιτηρός, ά, όν, ΝΜΑ βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”